- ἰσχάδι
- ἰσχάςdried figfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεικάζω — (Α) 1. παρομοιάζω με κάποιον, εξομοιώνω («κατεικάζουσιν ἡμᾱς ἰσχάδι», Εύπ.) 2. σχηματίζω εικασίες, εικάζω, υποθέτω, βγάζω συμπεράσματα («ἐν ὑπονοίῃ κατεικάζειν», Ιπποκρ.) 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («μὴ καὶ πρὶν κατεικαζούσῃ τὰ γινόμενα οὕτω… … Dictionary of Greek
ἰσχάδ' — ἰσχάδα , ἰσχάς dried fig fem acc sg ἰσχάδι , ἰσχάς dried fig fem dat sg ἰσχάδε , ἰσχάς dried fig fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)